ἀρτιγόνων

ἀρτιγόνων
ἀρτίγονος
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρωκτικά — Τάξη θηλαστικών που αποτελείται από μεγάλο αριθμό ειδών, πολύ διαφορετικών στις διαστάσεις, στη μορφή και στις συνήθειες. Ο πιο σπουδαίος διακριτικός χαρακτήρας είναι η οδοντοφυΐα, χωρίς κυνόδοντες και γενικά μόνο με 4 κοπτήρες, πολύ μακριούς και …   Dictionary of Greek

  • ψιλωτώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αρτίγονων ψιλόψιδων φυτών, που θεωρείται πρόγονος όλων τών άλλων τραχεοφύτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. psilotales (< ψιλωτόν) + κατάλ. ales, πρβλ. ώδη*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”